- χειρεκμαγείον
- τὸ, Αχειρόμακτρο, πετσέτα χεριών.[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)-* + ἐκμαγεῖον «πετσέτα»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χειρεκμαγεῖα — χειρεκμαγεῖον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειρ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό μεγάλου αριθμού λέξεων, ιδίως ονομάτων, όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λέξη χείρ, χειρός «χέρι». Τα σύνθετα με χειρ(ο) μπορεί να αναφέρονται γενικά στο χέρι, ενώ ειδικότερα δηλώνουν την ενέργεια που γίνεται … Dictionary of Greek